Ηλιάνα Μπάκα

Τα άρθρα και οι δράσεις μας

Η διαφορά της θλίψης με την κατάθλιψη. Θλίψη ή κατάθλιψη λοιπόν;

Η θλίψη αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κατάθλιψης, όμως δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε και να κατανοούμε τις διαφορές τους, διότι αν τις συγχέουμε, μπορεί να οδηγηθούμε σε ακατάλληλο θεραπευτικό πλάνο.

Τι είναι η θλίψη;

Η θλίψη είναι ένα φυσιολογικό, ανθρώπινο συναίσθημα το οποίο όλοι βιώνουμε κάποια στιγμή στη ζωή μας. Διάφορα γεγονότα ζωής μπορούν να οδηγήσουν τους ανθρώπους να αισθάνονται λυπημένοι ή δυστυχισμένοι, όπως η απώλεια ή η απουσία ενός αγαπημένου προσώπου, το διαζύγιο, η απώλεια εργασίας ή εισοδήματος, ένα οικονομικό πρόβλημα, τα προβλήματα στο σπίτι ή με τον κοινωνικό μας κύκλο.

Μία αποτυχία στις εξετάσεις ή η μη εύρεση εργασίας ή άλλα απογοητευτικά γεγονότα μπορούν επίσης να προκαλέσουν θλίψη. Ωστόσο, ένας άνθρωπος που είναι λυπημένος μπορεί συνήθως να πάρει ανακούφιση από το κλάμα ή το ξέσπασμα. Αυτό συμβαίνει επειδή η θλίψη είναι πιθανότερο να συνδέεται με ένα συγκεκριμένο έναυσμα.

Η θλίψη συνήθως υποχωρεί με το πέρασμα του χρόνου. Αν δεν υποχωρήσει ή αν ο άνθρωπος δεν μπορεί να λειτουργήσει φυσιολογικά στην καθημερινότητα του, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα σημάδι της κατάθλιψης. Εάν κάποιος αντιληφθεί ότι τα συμπτώματα επιδεινωθούν ή διαρκέσουν περισσότερο από 2 εβδομάδες, θα πρέπει να απευθυνθεί σε ψυχολόγο ή ψυχίατρο. Η αυτό διάγνωση είναι κάτι το οποίο σίγουρα δεν βοηθά σε αυτές τις περιπτώσεις.

Τι είναι η κατάθλιψη;

Η κατάθλιψη είναι μια ψυχική διαταραχή που επηρεάζει κάθε πλευρά των συναισθημάτων και της αντίληψης του ατόμου. Έχει αντίκτυπο σε συμπεριφορές και στάσεις και μπορεί να επηρεάσει άτομα κάθε φύλου και κάθε ηλικίας.

Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν τα αισθήματα της αποθάρρυνσης, της θλίψης, της έλλειψης κινήτρων και της απώλειας ενδιαφέροντος για δραστηριότητες που συνήθως ήταν ευχάριστες στο άτομο. Σε σοβαρές περιπτώσεις, κάποιος μπορεί να σκέφτεται να βλάψει τον εαυτό του ή ακόμα και να το κάνει.

Μπορεί επίσης να μην θέλει πλέον να αφιερώνει χρόνο στην οικογένεια ή στους φίλους του. Πιθανόν να σταματήσει τα χόμπι του και να αισθάνεται ότι δεν μπορεί να πάει στη δουλειά ή στο σχολείο. Οι καθημερινές συνήθειες μπορεί να αλλάξουν ξαφνικά και χωρίς λόγο. Μπορεί να είναι δύσκολο για ένα άτομο με κατάθλιψη να συνεχίσει να κάνει τα πράγματα που συνήθως απολάμβανε στο παρελθόν.
Εάν αυτά τα παραπάνω συμπτώματα διαρκούν περισσότερο από 2 εβδομάδες, μπορεί το άτομο να διαγνωστεί με «μείζων καταθλιπτικό επεισόδιο».

Τα σημάδια του μείζονος καταθλιπτικού επεισοδίου είναι τα εξής:

  • Καθημερινή καταθλιπτική διάθεση με εμφανή σημάδια απελπισίας, λύπης, και απώλειας ενδιαφέροντος.
  • Καθημερινή απώλεια ενδιαφέροντος για τις συνήθεις δραστηριότητες για μεγάλο χρονικό διάστημα.
  • Σημαντική απώλεια ή αύξηση βάρους, χωρίς επιδίωξη – μπορεί να υπάρχει μια μεταβολή 5% στο σωματικό βάρος.
  • Αϋπνία, υπνηλία ή αυξημένος ύπνος που επηρεάζουν τα κανονικά χρονοδιαγράμματα του ατόμου.
  • Κόπωση και έλλειψη ενέργειας.
  • Αισθήματα αναξιότητας ή ενοχής σε καθημερινή βάση.
  • Αδυναμία συγκέντρωσης ή αδυναμία λήψης αποφάσεων.
  • Επαναλαμβανόμενες σκέψεις θανάτου, αυτοκτονικές σκέψεις ή απόπειρες αυτοκτονίας ή σχέδια αυτοκτονίας.

Σε αντίθεση με τη θλίψη, η κατάθλιψη μπορεί να οδηγήσει κάποιον να αγωνίζεται για να εκφράσει τα συναισθήματά του. Εάν προσπαθήσει να απελευθερωθεί από το άγχος, τα ακατανίκητα συναισθήματα και οι αρνητικές σκέψεις του, μπορεί να τον αποτρέψουν από το ορθοποδήσει.

Θεραπεία

Αν ένας άνθρωπος έχει συμπτώματα κατάθλιψης για περισσότερο από 2 εβδομάδες, θα πρέπει να αναζητήσει τη βοήθεια ενός ψυχιάτρου ή ψυχολόγου που μπορεί να βοηθήσει στο να προσδιοριστεί το επίπεδο της βοήθειας που χρειάζεται. Μετά τη διάγνωση, πιθανές θεραπείες περιλαμβάνουν τη φαρμακευτική αγωγή, τη συμβουλευτική και την ψυχοθεραπεία.

Η ψυχοθεραπεία είναι μία διαδικασία που μπορεί να βοηθήσει να αποκαλυφθούν οι αιτίες που υποβόσκουν της κατάστασης. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μόνη της ή σε συνδυασμό με αντικαταθλιπτικά φάρμακα, αναλόγως με τις ανάγκες του θεραπευόμενου. Ο θεραπευτής μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό των προβληματικών περιοχών, να διδάξει μηχανισμούς αντιμετώπισης και να ενημερώσει τον ασθενή για την κατάστασή του.

Σοφία Χρυσικοπούλου
Ψυχολόγος – Ψυχοθεραπεύτρια